14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ: "ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΚΑΙ ΜΩΡΙΑ"
«Κηρύσσομεν
Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοιςμέν
σκάνδαλον, Ἕλλησι δε μωρίαν...».
Σήμερα υψώνουμε στο μέσο του Ιερού Ναού τον Τίμιο Σταυρό ενθυμούμενοι την εύρεσή Του από την αγία Ελένη και την ύψωσή Του από τα χέρια του αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Μακαρίου, προκειμένου να τον δει όλος ο Λαός που συγκεντρώθηκε τότε στο Ιεροσόλυμα για να τον προσκυνήσει. Η πράξη αυτή δεν είναι βέβαια μια απλή ανάμνηση ενός ιστορικού γεγονότος. Είναι μια συμβολική πράξη που δείχνει δύο κυρίως πράγματα. Πρώτο, την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, η οποία φανερώθηκε με το Σταυρό, και δεύτερο, την ανταπόκριση των ανθρώπων σ' αυτήν την αγάπη, η οποία εκδηλώθηκε με τη λαχτάρα του πιστού Λαού να δει και να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, όταν έμαθε ότι βρέθηκε.
Υψώνουμε λοιπόν, κι εμείς τον Τίμιο Σταυρό του Σωτήρος Χριστού και τον προσκυνούμε με πίστη και αγάπη, γνωρίζοντας ότι και σήμερα για τους πιστούς είναι «Θεού δύναμις και Θεού σοφία», ενώ για πολλούς από τους υπόλοιπους ανθρώπους δεν έπαψε να αποτελεί «σκάνδαλο» και «μωρία», όπως ακριβώς συνέβαινε με τους «Ιουδαίους» και τους «Έλληνες» της εποχής του αποστόλου Παύλου.
Ο πειρασμός των Κορινθίων
Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο απ. Παύλος αναφέρεται στο Σταυρό ως «σκάνδαλο» των Ιουδαίων και ως «μωρία» των Ελλήνων ειδωλολατρών. Σε αυτήν την αναφορά τον οδήγησαν τα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τους Χριστιανούς της Κορίνθου, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν επικίνδυνο πειρασμό. Σύμφωνα με τον Θεοφύλακτο Βουλγαρίας κάποιοι άπιστοι συμπολίτες τους περιγελούσαν το Σταυρό, λέγοντας ότι είναι «μωρία» να κηρύττει κανείς «Θεόν εσταυρωμένον». Διότι αν ο Εσταυρωμένος ήταν Θεός θα υπερασπιζόταν τον Εαυτό Του, όταν σταυρωνόταν, και δεν θα έμενε αβοήθητος να πεθάνει στο Σταυρό. Συμπλήρωναν μάλιστα το συλλογισμό τους λέγοντας: Εκείνος που δεν μπόρεσε να γλιτώσει από το θάνατο, πως μπορεί να αναστηθεί από τους νεκρούς; Η τετράγωνη λογική τους αγνοούσε ότι ο Θεός των χριστιανών δεν έμοιαζε με τους φίλαυτους και αδύναμους θεούς των ειδωλολατρών, για να έχει ανάγκη να υπερασπίζεται τον Εαυτό Του. Ο ίδιος δεν υπόκειται σε καμία ανάγκη, δεν είναι δέσμιος στην ειμαρμένη, όπως ήταν οι αρχαίοι ψεύτικοι θεοί. Ταυτόχρονα αγαπά υπερβολικά - ακατανόητα - τους ανθρώπους και σέβεται την ελευθερία τους. Γι' αυτό θέλησε να τους συναντήσει στον πυθμένα της καταπτώσεως τους, στα «βασιλεία του άδη», για να τους χαρίσει τη ζωή, χωρίς να τους εξαναγκάσει να τον δεχθούν και να τον υπακούσουν. Αυτό που ζητάει πάντοτε από τους ανθρώπους είναι η αγάπη τους, χωρίς υπολογισμούς και ιδιοτέλειες. Τέτοια πράγματα, βέβαια, δεν ήταν εύκολο να κατανοήσουν οι άπιστοι Κορίνθιοι, γι' αυτό οι χριστιανοί συμπολίτες τους προσπαθούσαν να παρουσιάσουν σ' αυτούς το μυστήριο του Σταυρού με αποδεικτικούς «ανθρωπίνης σοφίας λόγους». Αυτός ήταν ο μεγάλος τους πειρασμός‧ η εκλογίκευση της πίστης, η απόδειξη η με συλλογισμούς του μυστηρίου της σωτηρίας, που πραγματοποιήθηκε με το Σταυρό.
Ιουδαίοι και Έλληνες
Ο απ. Παύλος με την επιστολή του προσπαθεί να προσγειώσει τους χριστιανούς της Κορίνθου στην πραγματικότητα. Με αυτά που τους γράφει ουσιαστικά τους λέει ότι δεν μπορούν οι ειδωλολάτρες, αλλά και οι Ιουδαίοι, να δεχθούν το μυστήριο του Σταυρού, ενόσω είναι αιχμάλωτοι στις προκαταλήψεις τους. Οι ειδωλολάτρες σκέφτονται κατά τον τρόπο που προαναφέραμε. Οι Ιουδαίοι, επηρεασμένοι από τη νοοτροπία των φαρισαίων, «σκόνταφταν» στο πρόσωπο του Χριστού με τη σκέψη: Πως μπορεί να είναι Θεός εκείνος που έτρωγε και έπινε με τελώνες και πόρνες και τελείωσε τη ζωή Του ανάμεσα σε δύο ληστές; Είχαν φυλακιστεί σε μια στενή αντίληψη του νόμου, γι' αυτό δεν μπορούσαν να αισθανθούν την αγάπη και την ελευθερία του Νομοδότη. Για να ζήσει κανείς το Σταυρό του Χριστού ως «Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν» πρέπει να ελευθερωθεί από όλες τις προκαταλήψεις του και να ανοίξει το νου του στην πίστη.
Το κρίσιμο σημείο της ζωής μας είναι η λήψη ή όχι της αποφάσεως να «αφεθούμε» στην πίστη του Χριστού. «Αφήνομαι» στην πίστη σημαίνει απελευθερώνομαι από την επιδερμική ηθικολογία των φαρισαίων και από τις λογικές αναγκαιότητες των στοχαστών. Όσοι δεν αποφασίζουν να «αφεθούν» στην πίστη, «σκοντάφτουν» πάντοτε στο Σταυρό του Χριστού, άλλοτε ως «Ιουδαίοι» και άλλοτε ως «Έλληνες». Ο Σταυρός, δηλαδή, φαίνεται σ' αυτούς άλλοτε σα «σκάνδαλο» και άλλοτε σα «μωρία».
Είναι φανερό ότι η ποιότητα της πίστης μας εξαρτάται από εσωτερικές εξαρτήσεις μας. Γι' αυτό η πίστη που σώζει είναι άρρηκτα δεμένη με την αυταπάρνηση, με το «σταυρικό» πνεύμα της θυσίας όλων των παθών και των απόψεων που μας χωρίζουν από το Χριστό.